- ξακρίδι
- το1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από ξακρίζω + κατάλ. -ίδι (πρβλ. πριονίζω: πριονίδι)].
Dictionary of Greek. 2013.